Δεκαετίας του 1940, γεννιέται το βινύλιο

Στις 21 Ιουνίου 1948 η Columbia Records ακουμπά την βελόνα στον πρώτο δίσκο βινυλίου για γραμμόφωνο, σηματοδοτώντας μια επανάσταση στο χώρο της μουσικής βιομηχανίας. Το βινύλιο κυριάρχησε για δεκαετίες στις δισκοθήκες των απανταχού μουσικόφιλων ενώ εξακολουθεί να κατέχει περίοπτη θέση ακόμα και σήμερα στις μουσικές βιβλιοθήκες, παρά τον εκτοπισμό του στο εμπόριο από τα άλλα μέσα που ακολούθησαν.

Να παίζουν τα γραμμόφωνα
Κι όμως έχουν περάσει πάνω από 100 χρόνια! Πάνω από ένας αιώνας μουσικής δισκογραφίας! Οι πρώτες συσκευές καταγραφής ήχου πρωτοπαρουσιάστηκαν στα μέσα του 19ου αιώνα, με το Γάλλο Leon Scott (Λεόν Σκοτ) να δημιουργεί μια τέτοια συσκευή. Είκοσι χρόνια μετά ο Thomas Edison (Τόμας Έντισον) θα παρουσιάσει το «φωνογράφο», μία συσκευή καταγραφής και αναπαραγωγής ήχου, μέσω σφαιρικών κυλίνδρων. Δέκα χρόνια αργότερα, ο Έντισον θα εξελίξει το φωνογράφο του, τον οποίο και θα διαθέτει πλέον για εμπορική εκμετάλευση μέσω της νεοσύστατης εταιρίας του Edison Phonographs. Την ίδια εποχή ο ανταγωνιστής Graham Bell, ήταν ο εμπνευστής του «γραφόφωνου», μίας βελτιωμένης έκδοσης του φωνογράφου του Έντισον και που αργότερα θα αποτελέσει τη βάση της Columbia. Πάνω στο γραφόφωνο του Bell, ο Edison θα εξελίξει το φωνογράφο του. Η ιστορία των μουσικών ηχογραφήσεων είχε μόλις αρχίσει …

 

Η βιομηχανία κατασκευής και διάθεσης του φωνογράφου και του γραφόφωνου άργησε να αγγίξει το φιλόμουσο κοινό. Η πτώχευσή της συγκρατήθηκε από την κατασκευή των πρώτων συσκευών αναπαραγωγής μουσικής με κερματοδέκτη. Δεν ήταν παρά οι πρόδρομοι των juke box! Το όραμα μιας συσκευής αναπαραγωγής ήχου χαμηλού κόστους και ευρείας κατανάλωσης έγινε πράξη από το Γερμανό Emil Berliner (Εμίλ Μπερλίνερ), μετανάστη στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ο Berliner με τη βοήθεια ενός Αμερικανού μηχανικού, κατασκεύασε το πρώτο «γραμμόφωνο». Οι δυο μαζί ίδρυσαν την εταιρία Victor το μεγαλύτερο κατασκευαστή γραμμοφώνων και δίσκων στις αρχές του 20ου αιώνα.

Παράλληλα, ο Berliner ιδρύει παράρτημα δίσκων της εταιρίας του στο Λονδίνο, το οποίο και γίνεται γνωστό από την ετικέτα των δίσκων του: His Master’s Voice και από το Niper το σκυλάκι. Ο δίσκος σταδιακά αντικαθιστά τον κύλινδρο. Ο Berliner με μία πρωτοποριακή μέθοδο έδωσε τη δυνατότητα κατασκευής χιλιάδων αντιτύπων δίσκων από την ίδια πρωτότυπη μήτρα. Ακόμη και ο Edison υποχρεώνεται να στραφεί ταυτόχρονα και στην κατασκευή των δικών του δίσκων. Οι τρεις εταιρίες Victor, Columbia και Edison πουλούν εκατομμύρια δίσκους παγκοσμίως. Πολύ σύντομα η μουσική βιομηχανία θα γίνει μία από τις πιο σημαντικές βιομηχανίες στον κόσμο.

Το 1906 το γραμόφωνο Victrola της εταιρίας Victor θα κάνει την εμφάνισή του. Λίγα χρόνια μετά η εταιρία Decca θα παρουσιάσει το πρώτο φορητό γραμμόφωνο και αργότερα τα πρώτα ηλεκτρικά φορητά γραμμόφωνα θα βγουν στην αγορά. Σκοπός του γραμμοφώνου ήταν να αποτελέσει μία φορητή συσκευή ψυχαγωγίας, ικανή να αναπαράγει τον ήχο, τη μουσική. Το χαρακτηριστικό χωνί των πρώτων μοντέλων ενίσχυε τον ήχο, αλλά και την καλλιτεχνική του ταυτότητα.

 

Από τα δισκάκια γραμμοφώνου στο βινύλιο

Οι πρώτοι δίσκοι γραμμοφώνου κατασκευάστηκαν στις αρχές του 20ου αιώνα, από ανθεκτικό σκληρό λάστιχο με διάμετρο περίπου 25 εκατοστά, ηχογραφημένοι μόνο από τη μία τους πλευρά. Η χάρτινη θήκη τους, συχνά είχε οπή για να φαίνονται οι καλλιτεχνικές πληροφορίες του δίσκου, ενώ στη ράχη αναγραφόταν ο τίτλος του δίσκου ή το όνομα του δημιουργού και ο αριθμός καταλόγου. Εκείνη την περίοδο ηχογραφήθηκαν στη Νέα Υόρκη και τα πρώτα ελληνικά τραγούδια.

Στα τέλη της δεκαετίας του 1940, γεννιέται το βινύλιο! Το 1948, το βινύλιο θα καθιερωθεί ως το κύριο μέσο κατασκευής των μουσικών δίσκων. Στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια η εταιρία Decca θα φτιάξει δίσκους 78 στροφών από βινύλιο. Οι ανταγωνιστές της δε θα ακολουθήσουν το παράδειγμά της. Θα φτιάξουν τους πρώτους δίσκους 45 στροφών από βινύλιο την ίδια περίοδο. Γεγονός το οποίο θα σημάνει σταδιακά την κατάργηση των δίσκων γραμμοφώνου, με τις πωλήσεις να μειώνονται τη δεκαετία του 1950 και τα τελευταία 78άρια να εκδίδονται στις αρχές της δεκαετίας του 1960.

Την ίδια περίοδο ο δίσκος 33 στροφών εμφανίστηκε στην αγορά για λογαριασμό της εταιρίας CBS. Στα χρόνια που ακολούθησαν και με τις τεχνολογίες που τα συνόδευσαν αρκετά μουσικά κομμάτια των 78 στροφών επανακυκλοφόρησαν σε σχετικές συλλογές. Μία νέα, high fidelity εποχή θα ξεκινήσει για τους λάτρεις της μουσικής και η μουσική βιομηχανία θα γυρίσει μία ακόμη σελίδα.

Οι δίσκοι βινυλίου 45 και 33 στροφών, έφεραν μία πραγματική επανάσταση στη μουσική βιομηχανία, ξεκινώντας από τη δεκαετία του 1950. Μια πραγματική έκρηξη της εμπορικής εκμετάλλευσης του βινυλίου ώθησε σε εκατομμύρια πωλήσεις δίσκων βινυλίου για όλα τα χρόνια που ακολούθησαν, μέχρι τη σταδιακή περιθωριοποίησή τους με την έλευση της ψηφιακής εποχής στον ήχο. Όμως, στην πράξη η παραγωγή δίσκων βινύλιο δε σταμάτησε ποτέ.

 

Ξετυλίγοντας … τραγούδια
Η μαγνητοταινία ήταν μία επινόηση του Δανού μηχανικού Πούλσεν που έγινε πράξη στα τέλη του 19ου αιώνα. Γρήγορα επικράτησε σαν μέθοδος καταγραφής ήχου και εικόνας, κυρίως στα κινηματογραφικά στούντιο και μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1950 είχε υιοθετηθεί πλήρως στους χώρους αυτούς.

Η κασέτα παρουσιάστηκε στην παγκόσμια αγορά σχεδόν ταυτόχρονα με τους δίσκους 33 στροφών, στα τέλη της δεκαετίας του 1940. Η ευρεία εμπορική της χρήση θα καθιερωθεί περίπου 20 χρόνια αργότερα στα τέλη της δεκαετίας του 1960. Ιδιαίτερα προς τα τέλη της δεκαετίας του 1970 και μετά, με τη διάθεση των φορητών μαγνητοφώνων, οι κασέτες γνώρισαν μεγάλη άνθιση και οι εταιρίες εφάρμοσαν την παράλληλη κυκλοφορία των τίτλων τους σε κασέτες και δίσκους 33 στροφών. Τα μονοφωνικά φορητά κασετόφωνα, που μπορούσαν να λειτουργήσουν και με μπαταρίες, και αργότερα τα μικρά στέρεο κασετόφωνα (walkman) έγιναν το πιο δημοφιλές μέσο ακρόασης μουσικής για τη νεολαία, υποχρεώνοντας τις εταιρίες να μπουν στο πνεύμα της εποχής και να εκδόσουν.

Εποχή άφησαν όμως και οι κασέτες … χωρίς ήχο! Οι 60λεπτες και 90λεπτες άγραφες κασέτες αποτέλεσαν πόλο έλξης για τους απανταχού μουσικόφιλους. Συνδυάστηκαν αρμονικά με τα βινύλια και το ραδιόφωνο, φιλοξενώντας αυτοσχέδιες προσωπικές συλλογές από διαφορετικά βινύλια και ραδιοφωνικές ηχογραφήσεις. Ιδιαίτερα στη χώρα μας, που η άνθισή τους συνδυάστηκε με τα πρώτα χρόνια της ελεύθερης ιδιωτικής ραδιοφωνίας. Με την έλευση της ψηφιακής εποχής, κασέτα και βινύλιο θα πάρουν σιγά σιγά το δρόμο προς την ιστορία.

 

CD (Compact Disc)
Η ψηφιακή εποχή θα κάνει την εμφάνισή της στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Το πρώτο μικρό δισκάκι διαμέτρου 12 εκατοστών που βγάζει ψηφιακό ήχο, μαζί με το πρώτο player θα πρωτοπαρουσιαστεί από τις εταιρίες Sony και Philips το 1982, μετά από ένα χρονικό διάστημα συνεργασίας έρευνας και προσπάθειας. Το cd (compact disc) δεν ήταν παρά η εμπορική αποτύπωση της τεχνολογίας laser στη μουσική, με την οποία στάθηκε πια δυνατό να ακούμε το ηχογραφημένο περιεχόμενο, χωρίς την «επαφή» του player με το δίσκο.

Στα πρώτα cds ήχου που θα εκδοθούν συγκαταλέγονται το cd των Abba The visitors και η «Συμφωνία των Άλπεων» του Ρίχαρντ Στράους που ηχογραφήθηκε για λογαριασμό της Deutsche Grammophon, κοντά στα μέρη που ο Berliner ηχογράφησε τους πρώτους δίσκους γραμμοφώνου σχεδόν έναν αιώνα νωρίτερα! Γενικά, οι πρώτες ηχογραφήσεις σε cd αφορούσαν κυρίως κλασική μουσική, μιας και οι θαυμαστές της φέρονταν περισσότερο διατεθιμένοι να καταβάλουν το υψηλό αντίτιμο σε cds και cd-players.

Μικρό μέγεθος, μεγάλη χωριτικότητα, ανθεκτικό υλικό, καλή ποιότητα ήχου, εύκολη πλοήγηση στο μουσικό περιεχόμενο ήταν μερικά από τα χαρακτηριστικά που γρήγορα καθιέρωσαν το cd ως το κύριο μέσο εγγραφής και αναπαραγωγής ήχου και μουσικής στη δεκαετία του 1980, παγκοσμίως. Αν και στην αρχή οι δισκογραφικές εταιρίες εμφανίστηνκαν διστακτικές απέναντι στη νέα τεχνολογία, γρήγορα υποχρεώθηκαν να την αποδεχθούν και τελικά να εκδόσουν και να επανεκδόσουν στα επόμενα χρόνια ανυπολόγιστο αριθμό τίτλων σε cd. Ήδη στα τέλη της δεκαετίας του 1980, παγκοσμίως οι πωλήσεις cd θα ξεπεράσουν αυτές του βινυλίου.

Στην Ελλάδα, τη δεκαετία του 1990, οι δισκογραφικές εταιρίες επανέκδοσαν μαζικά έναν πολύ μεγάλο αριθμό δίσκων βινυλίου σε cd, ξεκινώντας από τα κλασικά έργα των Ελλήνων δημιουργών. Μέχρι και σήμερα, το cd εξακολουθεί να είναι το κύριο μέσο παραγωγής και διάθεσης μουσικής στη χώρα μας, αλλά και παγκοσμίως. Στα 25 και πλέον χρόνια ζωής του, πάνω από 200 δισεκατομμύρια τίτλοι μουσικής σε cd έχουν πουληθεί παγκοσμίως.

Περίπου 10 χρόνια μετά την εμφάνισή του, το cd θα “μικρύνει” σε μέγεθος, όταν η εταιρία Sony στις αρχές του 1991 θα παρουσιάσει το Mini Disc (MD). Το Mini Disc ποτέ δε γνώρισε την απήχηση του cd στην αγορά, ή τουλάχιστον αυτή που ανέμεναν οι εμπνευστές του. Χρησιμοποιήθηκε κυρίως σα μέσο εγγραφής παρά αναπαραγωγής, λόγω και της ευκολίας που έχει ως προς την αναζήτηση ή και την επί τόπου επεξεργασία των περιεχομένων του.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, μία νέα και ιδιαίτερα δημοφιλής μέχρι τις μέρες μας ψηφιακή κωδικοποίηση του ήχου έκανε την εμφάνισή της. Δεν είναι άλλη από τα πασίγνωστα αρχεία mp3 που αποτελούν πιστό μας σύντροφο σχεδόν δύο δεκαετίες! Η ανακάλυψη ανήκει σε γερμανούς μηχανικούς του ιδρύματος Fraunhofer και αποτελεί μία συμπιεσμένη μορφή αρχείου ήχου, στην οποία έχουν αφαιρεθεί συχνότητες που δεν ακούει το ανθρώπινο αυτί και που δίνει αρχείο με πολύ μικρότερο μέγεθος, αλλά με ένα αρκετά ικανοποιητικό μουσικό αποτέλεσμα, ποιότητας λίγο υποδεέστερης από αυτής του compact disc. Από το ίδιο ιστιτούτο κατασκευάστηκε και το πρώτο mp3 player, με σκοπό ακριβώς αυτό: να παίζει mp3 αρχεία μουσικής.

Τα mp3 έκαναν κι αυτά τη δική τους επανάσταση, ιδιαίτερα από τα πρώτα χρόνια της ανέλιξης της δημοφιλίας του internet και έχουν περίοπτη θέση στη μουσική βιομηχανία στις μέρες μας. Σήμερα, οι περισσότερες εταιρίες έχουν επιλέξει να διακινούν τη μουσική και τα έργα των καλλιτεχνών τους μέσω διαδικτύου σε μορφή mp3, κομμάτι κομμάτι, αν όχι αποκλειστικά, σίγουρα παράλληλα και με τους άλλους τρόπους διάθεσης. Για τους απλούς χρήστες, ιδιαίτερα της νεότερης γενιάς, τα αρχεία mp3 παραμένουν καθημερινός σύντροφος μουσικής απόλαυσης. Μικρά σε μέγεθος, χωρούν κατά δεκάδες σε δισκάκια cds, ανταλλάσσονται εύκολα ακόμα και με e-mail, τα έχει μαζί του κανείς πάντα στο φορητό του mp3 player. Αν κάποιος ζωγράφιζε την εποχή μας, σίγουρα δε θα έλειπε από τον πίνακά του, ο νεαρός με το iPod στο χέρι και τα ακουστικά στα αυτιά …

 

Blu-ray Disc (BD)
Και φθάσαμε πια στο blu-ray (BD), την επόμενη γενιά οπτικού δίσκου, που κατά τα φαινόμενα θα αντικαταστήσει γρήγορα το DVD τουλάχιστον στο πεδίο εικόνας – ήχου. To Blu-ray παρουσιάστηκε από την εταιρία Sony, ενώ ο άτυπος ανταγωνισμός του με το αντίστοιχο προιόν διαφορετικών προδιαγραφών HD-DVD της Toshiba έληξε οριστικά με την απόσυρση του δεύτερου στους πρώτους μήνες του χρόνου. Μας υπόσχεται εξαιρετική ποιότητα και πιστότητα στον ήχο και πολύ υψηλή ευκρίνεια στην εικόνα. Ήδη ένας σημαντικός αριθμός συναυλιών ξένων καλλιτεχνών (Bruce Springsteen, Celine Dion) κυκλοφορούν στο εξωτερικό από τη Sony-BMG σε blu-ray discs.

Χαρακτηριστικό των δίσκων blu-ray, εκτός από την εξαιρετική ποιότητα και τη μεγάλη χωρητικότητα (25Gb στα single layer – 50Gb στα double layer) είναι η δυνατότητα φιλοξενίας πολλών extra που αφορούν το κύριο περιεχόμενό του όπως video, φωτοραφικό υλικό ή άλλα ντοκουμέντα καθώς και η διαδραστικότητα με το χρήστη. Το ποιος θα είναι τελικά ο ρόλος του στη μουσική βιομηχανία και αν θα συνδυαστεί με καινοτόμες παραγωγές και φρέσκιες ιδέες, μένει να το δούμε. Αν και ακόμη είναι νωρίς, ένα κομμάτι του μέλλοντος σίγουρα του ανήκει

: melwdos

Κοινοποίηση

Γράψτε το σχόλιο σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

1 × four =