Η μια πλευρά της ιστορίας….
Τον Οκτώβριο του 1980, ο Μαρκ Ντέιβιντ Τσάπμαν κατέφτασε από την Χονολουλού στη Νέα Υόρκη. Σκοπός του ταξιδιού του ήταν να σκοτώσει τον John Lennon. Ο Τσάπμαν, ψυχικά διαταραγμένο άτομο, θεωρούσε τον Lennon υποκριτή και πίστευε πως μόνο εάν τον σκότωνε θα μπορούσε να βρει πνευματική γαλήνη.
Παρέμεινε πέντε ημέρες στη Νέα Υόρκη και επισκέφθηκε το κτίριο Ντακότα όπου διέμενε ο Lennon. Επάνω του είχε ένα περίστροφο, το οποίο ωστόσο δεν ήταν εφοδιασμένο με σφαίρες. Στις 11 Νοεμβρίου, κάλεσε τη γυναίκα του και της αποκάλυψε το σχέδιό του. Εκείνη, κατόρθωσε να τον μεταπείσει και του πρότεινε να επιστρέψει στη Χονολουλού όπως και έγινε.
Παρά ταύτα, ο Τσάπμαν γύρισε εκ νέου, μόνος, στη Νέα Υόρκη στις 5 Δεκεμβρίου με στόχο αυτή τη φορά να εκπληρώσει το σχέδιό του. Τρία εικοσιτετράωρα μετά, πλησίασε τον John Lennon ζητώντας του ένα αυτόγραφο πάνω στο καινούργιο του άλμπουμ με τίτλο «Double Fantasy». Αυτός υπέγραψε και ο Τσάπμαν τον ευχαρίστησε.
Λίγη ώρα αργότερα, έξω από το κτίριο Ντακότα, ο John Lennon (ο οποίος επέστρεφε μετά από την ηχογράφηση των τραγουδιών Walking on Thin Ice και It Happened, που προορίζονταν για τον επόμενο δίσκο του) και η Γιόκο Όνο κατευθύνονταν προς το διαμέρισμά τους. Ο Τσάπμαν που τους ακολουθούσε πυροβόλησε τον 40χρονο Lennon πέντε φορές. Σύμφωνα με την αυτοψία, οι μισές σφαίρες διαπέρασαν το αριστερό μέρος του σώματός του στο ύψος του στήθους, ενώ οι υπόλοιπες τον τραυμάτισαν κοντά στον αριστερό ώμο. Όλες προκάλεσαν εσωτερική αιμοραγία, ενώ η θανάσιμη σφαίρα διαπέρασε την αορτή του.
Εκείνος, αναφώνησε με έκπληξη «με πυροβόλησαν». Σύρθηκε έως το γραφείο της ασφάλειας του κτιρίου και κατέρρευσε.
Η αστυνομία έφτασε στον τόπο του εγκλήματος έπειτα από δύο λεπτά και το ασθενοφόρο τριάντα δευτερόλεπτα μετά. Ήταν όμως πολύ αργά. Ώσπου να μεταφερθεί στο νοσοκομείο, ο John Lennon είχε αφήσει την τελευταία του πνοή.
Στις 10 Δεκεμβρίου, η σωρός του αποτεφρώθηκε.
Σύμφωνα με τις αναφορές των μαρτύρων και των αστυνομικών αρχών, μετά τη δολοφονία, ο Τσάπμαν παρέμεινε στον τόπο του εγκλήματος μέχρι την άφιξη της αστυνομίας. Εκτός από το όπλο του εγκλήματος, στην κατοχή του υπήρχαν το αντίτυπο του δίσκου Double Fantasy, στο εξώφυλλο του οποίου είχε υπογράψει νωρίτερα ο Λένον, ένα αντίτυπο του μυθιστορήματος The Catcher in the Rye του Τ. Ν. Σάλιντζερ, καθώς και κασέτες με τραγούδια των Beatles.
Ο Τσάπμαν καταδικάστηκε. Και μια σειρά σεναρίων συνωμοσίας είδαν το φως της μέρας. Ο θάνατος του John Lennon, με τόσο βίαιο τρόπο, απλώς προσέθεσε στο μύθο του.
Η απολογία Τσάπμαν: «Πήρα μια φρικτή απόφαση, να αφαιρέσω τη ζωή ενός άλλου ανθρώπου για να ικανοποιήσω τον εγωισμό μου», είπε ο 55χρονος Τσάπμαν, προσπαθώντας για έκτη φορά να πείσει δύο αξιωματούχους του Συμβουλίου Χαρίτων να τον αφήσουν ελεύθερο. «Πίστεψα ότι σκοτώνοντας τον Τζον Λένον θα γινόμουν κάποιος. Αντί γι αυτό, όμως, έγινα δολοφόνος, και οι δολοφόνοι δεν είναι κάποιοι».
Ο Τσάπμαν ζούσε τότε στη Χαβάη. Επινε πολύ κι έπεφτε σε κατάθλιψη, μια κατάσταση που επιδεινώθηκε ακόμη περισσότερο από τότε που άρχισε να δουλεύει ως φύλακας ασφαλείας στη Χονολουλού.
Μια μέρα αγόρασε ένα όπλο και πήγε στη Νέα Υόρκη, όπου προμηθεύτηκε σφαίρες από ένα φίλο του αστυνομικό στην Ατλάντα, ο οποίος νόμιζε ότι προορίζονταν για την προστασία του Τσάπμαν.«Είχα φτιάξει έναν κατάλογο στόχων, και ο Λένον ήταν πρώτος», είπε ο Τσάπμαν. Στον κατάλογο περιλαμβάνονταν ακόμη ο Τζόνι Κάρσον και η Ελίζαμπεθ Τέιλορ, αλλά ο τραγουδιστής των Μπιτλς ήταν πιο «εύκολος».
Η ιδέα να σκοτώσει τον Λένον τού είχε έρθει έναν ή δύο μήνες πριν το κάνει. «Είδα μια ταινία, δεν θυμάμαι τον τίτλο της, αλλά ήταν σημαντική», είπε (σε μια άλλη περίσταση είχε πει ότι επρόκειτο για τους «Συνηθισμένους ανθρώπους», του Ρόμπερτ Ρέντφορντ). «Μόλις βγήκα από την αίθουσα, τηλεφώνησα στη γυναίκα μου και της είπα κλαίγοντας τι σκόπευα να κάνω. Εκείνη μου ζήτησε να γυρίσω σπίτι και να το συζητήσουμε, κι έτσι εγκατέλειψα προς στιγμήν το σχέδιό μου».
Σήμερα ο Τσάπμαν κάνει διάφορες δουλειές στη φυλακή και είναι πρότυπο κρατουμένου. Αν αποφυλακιστεί, λέει πως θα ασχοληθεί με γεωργικές εργασίες στη Νέα Υόρκη. Τριάντα χρόνια μετά τη σύλληψή του, η κακή του φήμη εξακολουθεί να τον καταδιώκει.
«Εύχομαι να με είχαν κλείσει στη φυλακή για κάτι άλλο», λέει. «Οποιοσδήποτε θα μπορούσε να είχε κάνει αυτό που έκανα. Ερχεται κόσμος, μου μιλά και με αντιμετωπίζει κάπως διαφορετικά από τους άλλους. Κι εγώ τους λέω, δεν είμαι κάτι το ιδιαίτερο, οποιοσδήποτε θα μπορούσε να το έχει κάνει, οποιοσδήποτε θα μπορούσε να έχει τραβήξει τη σκανδάλη».
Κάθε δύο χρόνια από το 2000, ο Μαρκ Ντέιβιντ Τσάπμαν παρουσιάζεται στο Συμβούλιο Χαρίτων της Νέας Υόρκης και ξαναθυμάται τις λεπτομέρειες από τον φόνο του Τζον Λένον, τον οποίο σκότωσε στις 8 Δεκεμβρίου 1980 το βράδυ. Κάθε φορά, η αίτησή του απορρίπτεται.
Η άλλη πλευρά της ιστορίας….