Φέρτε μου ένα Μαντολίνο – Η ιστορία του

ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ
Το μαντολίνο αποτελεί ένα όργανο ευρωπαϊκής προέλευσης. Η καταγωγή του προέρχεται από την μεσαιωνική μαντόλα ή μαντόρα. Η μαντόλα κάνει την εμφάνισή της στις αρχές του 13ου αιώνα. Το μαντολίνο στη μορφή που συναντάτε σήμερα, πρωτοεμφανίζεται στην Ιταλία, κυρίως στην Νάπολη, από τον 17ο αιώνα. Στην πορεία Οι οργανοποιοί της εποχής διακοσμούσαν τα μαντολίνα με έβενο, κέρατο, κόκαλο, ελεφαντόδοντο, επιχρυσωμένη ταρταρούγα, βερνίκια.

 

ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ
Αρχικά το μαντολίνο κατασκευαζόταν με εντέρινες χορδές. Με την πάροδο του χρόνου, χρησιμοποιήθηκαν ζεύγη συρμάτινων χορδών οι οποίες και κουρδίζονται με μεταλλικά κλειδιά. Το αρχικό σχήμα και το πλέον κλασσικό, που διατηρείται ακόμα και στις μέρες μας είναι το αχλαδοειδές. Στην πάροδο του χρόνου συναντάμε μαντολίνα με επίπεδη πλάτη που διακρίνονται για την βαρύτερη τονικότητά τους. Μελωδίες για μαντολίνο χρονολογούνται στα μέσα του 17ου αιώνα. Αρκετοί «κλασσικοί» έχουν χρησιμοποιήσει μαντολίνο στα έργα τους. Στις αρχές του 20ου αιώνα το μαντολίνο γνώρισε μεγάλη άνθηση λόγω των μαντολινάτων. Οι μαντολινάτες αποτελούνται από μαντολίνα, μαντόλες κιθάρες και έχουν επιδείξει μελωδίες απαράμιλλης ακουστικής.

 

ΧΡΗΣΗ
Το μαντολίνο συναντάτε πλέον σε όλο τον κόσμο. Συνοδεύει κατά τόπους παραδοσιακά τραγούδια, blue grass αμερικάνικες μελωδίες, μοντέρνα ακούσματα της rock και pop μουσικής. Στην Ελλάδα το μαντολίνο, ως μουσικό όργανο έκφρασης της τοπικής μουσικής παράδοσης, εμφανίστηκε κυρίως στα Επτάνησα και στην Κρήτη. Φημισμένες εξάλλου είναι οι μαντολινάτες των Επτανήσων και των Αθηνών. Στην Κρήτη το όργανο εμφανίζεται από την εποχή της ενετοκρατίας. Στις αρχές του 20ου αιώνα το μαντολίνο εμφανίζεται ως κυρίαρχο όργανο συνοδείας της λύρας μαζί με το μπουλγαρί. Με τον καιρό ενισχύει ολοένα την θέση του στην Κρητική μουσική παράδοση. Από όργανο συνοδείας της λύρας, μαζί με το Κρητικό λαούτο, κατέχει σημαντικό ρόλο στις μέρες μας και ως όργανο μελωδίας. Ολοένα και περισσότεροι ερμηνευτές και καλλιτέχνες της σύγχρονης Κρητικής μουσικής το χρησιμοποιούν πλέον στις εκτελέσεις τους. Η χρήση του μαντολίνου εδραιώνεται σημαντικά στο πέρασμα του χρόνου και αναδεικνύει τον πρωταγωνιστικό του ρόλο στην Κρητική μουσική παράδοση.

 

Το Μαντολίνο είναι νυκτό έγχορδο όργανο της μεγάλης οικογένειας του Λαούτου. Είναι ιταλικής προέλευσης και δημιουργήθηκε προς το τέλος της Αναγέννησης. Προέρχεται από την Mandola με την οποία ανήκουν στην οικογένεια του Μαντολίνου, όπως άλλωστε ανήκουν το Μαντολοτσέλο και το Μαντολόνε. Το Μαντολίνο είναι πιο πρίμο και το Μαντολόνε πιο μπάσο όργανο. Υπάρχουν και τρία λιγότερο γνωστά είδη Μαντολίνου, το Μπαντζομαντολίνο, το Α-style και το F-style. Στις αρχές του 19ου αιώνα το Μαντολίνο έγινε γνωστό στη Β. Αμερική, όπου προσαρμόστηκε στις ανάγκες της τοπικής μουσικής, οπότε προσέλαβε επίπεδο σχήμα (σαν το Μπάντζο) και ο ήχος του άρχισε να μοιάζει με τον ήχο του Μπάντζου. Το Α-style λέγεται έτσι λόγω του σχήματος του ηχείου του. Είναι επίπεδο. Το F-style μοιάζει πολύ με το Βιολί ως προς το σχήμα, αφού έχει τα ίδια ηχητικά ανοίγματα σε σχήμα f. Το κλασσικό Μαντολίνο, όπως το γνωρίζουν οι περισσότεροι, έχει συνήθως 8 μεταλλικές χορδές, κουρδισμένες ανά ζεύγη. Οι οργανοπαίκτες χρησιμοποιούν πένα.

 

Η ιστορία του μαντολίνου
Το Μαντολίνο είναι μικρό έγχορδο μουσικό όργανο και προέρχεται απο την Μάντορα ή Μάντολα, όργανο συγγενικό με το Λαούτο.
Ο όρος Μαντολίνο πρωτοεμφανίστηκε στην Ιταλία γύρω στα 1600, για να χαρακτηρίσει μια μικρή Μαντόρα.
Στις αρχές του 17ου αιώνα το Μαντολίνο διαδόθηκε σε όλη την Ιταλία και από εκεί, σχεδόν ραγδαία, εξαπλώθηκε η χρήση του σε όλον το κόσμο, καθώς πέρασε στην υπόλοιπη Ευρώπη, στην Αμερική, στη Ρωσία και την Ιαπωνία, ακόμα στα Μικρασιάτικα παράλια και στην Ελλάδα
Ήδη από τα τέλη του 18ου αιώνα κατασκευαζόταν με ποικίλες μορφές σε πολλές πόλεις της Ιταλίας. Το πιο αντιπροσωπευτικό Μαντολίνο είναι το Ναπολιτάνικο. Το σχήμα καθώς και οι διαστάσεις του οργάνου οφείλονται σε ένα μεγάλο βαθμό στον κορφαίο κατασκευαστή Πασκουάλε Βίνσια (1806-1882).
Το μαντολίνο είχε αρχικά εντέρινες χορδές και νύσονταν με τα δάχτυλα. Μετά το 1730 διάφορες μεταβολές του έδωσαν την τελική του μορφή. Έτσι, οι εντέρινες χορδές αντικαταστήθηκαν με 4 ζεύγη χαλύβδινων χορδών που κουρδίζονται με μεταλλικές κεφαλές – κλειδιά. Το ηχείο του είναι αχλαδόσχημο και βαθύ, ο βραχίονάς του φέρει 17 τάστα και είναι ελαφρά υπερυψωμένος.
Το Μαντολίνο του Μιλάνου (18ος αιώνας) ήταν ένα μικρό όργανο, παρόμοιο με το Λαούτο, με 5 ή 6 ζεύγη χορδών , και ήταν ουσιαστικά μια παραλλαγή της μεσαινωνικής Μαντόλας.

 

Αργότερα, κατασκευάσθηκαν στη Γαλλία και την Πορτογαλία Μαντολίνα με επίπεδη πλάτη, ενώ το 19ο αιώνα, ο Αμερικάνος κατασκευαστής Όρβιλ Γκίμπσον ήταν αυτός που έφτιαξε Μαντολίνα με κυρτό καπάκι και επίπεδη ράχη.
Το 20ο αιώνα, για τις ανάγκες της ορχήστρας κατασκευάσθηκαν Μαντολίνα σε διάφορα μεγέθη, απο κοντράλτο μέχρι και κοντραμπάσο, κι έτσι, στην οικογένεια του Μαντολίνου, που πλέον έγινε δημοφιλές, θα ενταχτούν η Μαντόλα άλτο (ντο, σολ, ρε, λα) και τενόρο (σολ, ρε, λα, μι), το Μαντοτσέλο μπάσο (ντο, σολ, ρε, λα, μια οκτάβα χαμηλότερα από το άλτο), το Μαντολόνε (φα, σολ, λα, ρε, σολ, σι, μι, λα) και το Μαντομπάσο (ντο, σολ, ρε, λα, κοντραμπάσο).
Η πρώτη σύνθεση που γράφτηκε για Μαντολίνο, χρονολογείται γύρω στο 1650. Γνωστά έργα για Μαντολίνο είναι ένα κονσέρτο του Βιβάλντι και μια σερενάτα του Μότσαρτ, που περιλαμβάνεται στην όπερα Ντον Τζοβάνι. Μεγάλοι συνθέτες όπως ο Χέντελ, ο Βέρντι, ο Μάλερ, ο Σένμπερκ κ.α. χρησιμοποίησαν το Μαντολίνο σε μεγάλα έργα τους.

 

Έτσι , εμφανίστηκαν με τον καιρό διάφορα είδη ορχηστρών όπου συμμετέχει και το Μαντολίνο. Μια τέτοια ορχήστρα είναι και η Μαντολινάτα , είδος πολυπρόσωπης ορχήστρας που αποτελείται απο Μαντολίνα, Κιθάρες, Μαντόλες και Μαντοτσέλα. Σήμερα υπάρχουν πολλές μεγάλες και αξιόλογες Μαντολινάτες, καθώς και πλούσιο ρεπερτόριο έργων για το σύνολο αυτό. Ένα άλλο είδος ορχήστρας στην οποία συναντάμε το Μαντολίνο είναι οι Αμερικάνικες μπουλγκράς ορχήστρες. Ωστόσο, βρίσκουμε το Μαντολίνο και σε παραδοσιακές και λαϊκές ορχήστρες σε όλο τον κόσμο. Το ρεπερτόριο του οργάνου καλύπτει πολλές περιοχές μουσικής έκφρασης, όπως λαϊκά τραγούδια και καντάδες, αλλά και έργα πρωτότυπα ή διασκευασμένα από τη φιλολογία της Ευρωπαϊκής μουσικής. Πολύ συχνά, επίσης, η Μαντολινάτα πλαισιώνεται με χορωδία, οπότε αναλαμβάνει το ρόλο της ορχηστρικής συνοδείας των τραγουδιών της.

 

Στον ελλαδικό χώρο το Μαντολίνο έχει εξέχουσα θέση κι έχουμε μια αξιοπρόσεκτη παράδοση ορχηστρών Μαντολινάτας. Η Αθηναϊκή και η Επτανησική Μαντολινάτα ήταν από τις πιο φημισμένες ορχήστρες του είδους αυτού. Ακόμη, συναντάμε το Μαντολίνο σε ρεμπέτικες ορχήστρες στη Σμύρνη, αλλά και σε παραδοσιακές ορχήστρες, όπως στην Κρήτη, όπου το Μαντολίνο υπήρξε από τα προσφορότερα όργανα για την πραγματοποίηση εφικτών μουσικών στόχων. Είναι σημαντικός βοηθός της λύρας και πιστός φίλος του Κρητικού οργανοπαίχτη, ο οποίος με το Μαντολίνο του εκφ! ράζει τα συναισθήματά του. Έτσι θα δούμε μεγάλες παρέες που με ένα μόνο Μαντολίνο τραγουδούν μαντινάδες και άλλα τραγούδια του τόπου μας. Μια χαρακτηριστική μαντινάδα της Κρήτης λέει:
Να τον διαλέξεις κοπελιά τον άντρα που θα φέρεις
να’ναι λεβέντης, μερακλής, μα προπάντος μαντολινιέρης…”.

 

 

 

 

 

 

Πηγή: www.teamgr.gr

: melwdos

Κοινοποίηση

Γράψτε το σχόλιο σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

3 × five =