H λύρα του Πόντου

Η Ποντιακή λύρα είναι το κατ΄ εξοχήν μουσικό λαϊκό όργανο των Ελλήνων του Πόντου που ανήκει στην κατηγορία των εγχόρδων τοξοτών μουσικών οργάνων, δηλαδή που χειρίζονται με τόξο (κοινώς δοξάρι, ποντιακά: τοξάρ). Το μήκος του κυμαίνεται από 55 μέχρι 60 εκατοστά.

Η ποντιακή λύρα είναι ένα τρίχορδο πλήρες μουσικό όργανο στη κατηγορία του και για τους σκοπούς που χρησιμοποιείται. Χορδίζεται «κατά τέταρτα» και συνοδεύει τραγούδι και χορό. Διακρίνεται από τη μοναδικότητα της φιαλόσχημης μορφής του με μακρύ λαιμό και στενόμακρο ηχείο, που φέρεται να μην έχει αλλάξει από την πρώτη του εμφάνιση. Κατά κανόνα ο τρόπος χειρισμού, παιξίματός της παρουσιάζει χαρακτηριστικά στοιχεία βυζαντινής προέλευσης.
Κατά τη χρήση του οργάνου ο Πόντιος λυράρης «παίζει» τη λύρα είτε όρθιος είτε καθιστός. Συχνότερα όμως βρίσκεται στη μέση του κυκλικού χορού παίζοντας εύθυμα και διεγείροντας τους χορευτές.

Η Ποντιακή λύρα φέρεται επίσης και με το όνομα κεμετζές (αρσενικό ο), ή κεμεντζέ (θηλυκό, η), όνομα που κατά τους ερευνητές πιθανότερα να προέρχεται από την περσική λέξη «καμάτσια» που ως είδος λύρας εμφανίσθηκε στη Β. Περσία τον 10ο αιώνα (μ.Χ.), χωρίς να παραγνωρίζεται η πιθανότητα να προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη κέλης (= σκάφος) ή το ρήμα κέλομαι (= παροτρύνω) με μετάπτωση του λ σε μ. Η Ποντιακή λύρα έγινε περισσότερο γνωστή στην Ελλάδα μετά την γενοκτονία των Ποντίων και τον ολοκληρωτικό ξεριζωμό τους την περίοδο 1922 – 1923.
Καταγωγή
Για την καταγωγή της ποντιακής λύρας σημαντικές πληροφορίες έχει δώσει ο Γάλλος μουσικοσυνθέτης και ιστορικός μουσικός Βιντάλ Λουΐ Αντουάν (Vidal Luis Antoine) ο οποίος στο σπουδαίο τρίτομο έργο του έχει συμπεριλάβει κατασκευές μουσικών οργάνων σχεδόν όλων των ιστορικών περιόδων όπως επίσης και σπουδαίους μουσικούς εκτελεστές (οργανοπαίκτες).
Ειδικότερα για την ποντιακή λύρα την παρομοιάζει με τα έγχορδα μουσικά όργανα της Δύσης (Ευρώπης) όπως π.χ. με το Ποκέτ (Pochette) της Γαλλίας και το Κιτ (Kit) της Αγγλίας που από τον 16ο αιώνα μέχρι και το τέλος του 18ου αιώνα ήταν τα κατ΄ εξοχή μουσικά όργανα χορού, δίνοντας πρόσθετη πληροφορία ότι το τριγωνικό κεφάλι της ποντιακής λύρας έχει θρησκευτικό χαρακτήρα που συμβολίζει την Αγία Τριάδα.

Ένας άλλος επίσης σπουδαίος μουσικός ερευνητής βαθύς γνώστης, δάσκαλος και συγγραφέας της αρχαιοελληνικής, βυζαντινής και δυτικής (ευρωπαϊκής) μουσικής είναι ο Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος του Δυρραχίου που καταγόταν από τη Μάδυτο. Ο Χρύσανθος σημειώνει χαρακτηριστικά ότι από τα μέσα του 15ου αιώνα υφίστανται τριών ειδών λύρες.
1. η τρίχορδη λύρα, η οποία ήταν αποκλειστικό μουσικό όργανο των Ελλήνων του Πόντου.
2. η τετράχορδη λύρα, που αναπτύχθκε στη Δύση και ονομάστηκε βιολί, και
3. η επτάχορδη λύρα, που έφερε το αραβοπερσικό όνομα Κεμάν ή Κεμενέ, που ίσως και αυτό ν΄ αποτελούσε αρχικά όργανο των Ελλήνων του Πόντου που το χρησιμοποιούσαν σε πολύ επίσημες γιορτές.

Τέλος άλλοι ιστορικοί του είδους θεωρούν την ποντιακή λύρα παραλλαγή του τρίχορδου αραβικού του ανακτόρου Ρεμπράμπ.

Υλικό κατασκευής
Συνηθέστερο υλικό κατασκευής του σκάφους της ποντιακής λύρας είναι το ξύλο κοκκύμελου (δαμασκηνιάς), καθώς και τούτ (μουριά), ή καρυδιάς κ.ά., ενώ του καπακιού το ξύλο πεύκου. Η κατεύθυνση των νερών του ξύλου του καπακιού είναι κάθετη και το καπάκι τοποθετείται διαφορετικά ανάλογα με τον λυράρη (κεμεντζετσή) εάν αυτός είναι αριστερόχειρας ή δεξιόχειρας, καθώς η πυκνότητα των αυξητικών δακτυλίων (νερών) διαφοροποιείται από την μία στην άλλη πλευρά. Το σκάφος της λύρας μπορεί να κατασκευαστεί με διάφορους τρόπους. Ένα σκάφος μπορεί να είναι σκαφτό (δηλαδή σκαμμένο μονοκόμματο ξύλο) ή με συγκόλληση μονοκόμματων επιφανειών (πλευρά, ράχη) ή με συγκόλληση πολλών μικρών τμημάτων διαφορετικών ξύλων (όπως πχ το ηχείο ενός μπουζουκιού). Η τελευταία μέθοδος ονομάζεται “τογραμαλί”.

Οι ίνες του τοξαριού είναι τρίχες ουράς αλόγου και ονομάζονται “τσάρια” (τshάρια).

Τρόπος κατασκευής:
Το τοίχωμα του ηχείου δεν πρέπει να είναι περισσότερο από 3 με 4 χιλιοστά πάχος και το καπάκι πρέπει να είναι γύρω στα 2 με 3 χιλιοστά πάχος. Στο ηχείο ανοίγονται στην κάθε πλευρά δύο τρύπες και στο καπάκι τέσσερις, τα λεγόμενα τρυπία. Στο καπάκι ανοίγονται και τα ρωθώνια, δυο μακρόστενες και συνήθως λίγο κυρτές προς τα έξω τρύπες. Ο καλός κεμεντζής διαλέγει το ξύλο με το οποίο θα φτιάξει το καπάκι να έχει πυκνότερα νερά στην αριστερή μεριά, πάνω απ’ την οποία τεντώνεται η υψηλότερα κουρντισμένη χορδή. Στα τρία κλειδιά, που έχουν συνήθως σχήμα Τ, τυλίγονται οι τρεις χορδές που ακουμπούν πάνω στον καβαλάρη και δένονται στον κορδοδέτη. Ο κάτω καβαλάρης είναι λεπτός πολύ λίγο κυρτός και πολύ μικρός σε σύγκριση με την αχλαδόσχημη λύρα. Η ψυχή, το στουλαρ’, ακουμπάει με το επάνω μέρος στο καπάκι και με το κάτω στη βάση του ηχείου. Το μήκος το χορδών κυμαίνεται από 28 έως 32εκ. Το δοξάρι, γύρω στα 50 με 55εκ. μήκος, φτιάχνεται από σκληρό ξύλο και είναι κυρτό. Παλιότερα είχε τρίχες από ουρά αλόγου, που έδεναν στα άκρα με διαφόρους τρόπους. Σήμερα, οι περισσότεροι χρησιμοποιούν δοξάρι βιολιού.

Διακόσμηση
Η διακόσμηση της ποντιακής λύρας με εγχάρακτα ή σε χαμηλό ανάγλυφο γεωμετρικά σχέδια, ρόδακες, στυλιζαρισμένα σχέδια από το φυτικό κόσμο κτλ., περιορίζεται κυρίως στην ταστιέρα και στην κεφαλή και σπανιότερα στον κορδοδέτη και τα ηχείο. Στη γλώσσα χρησιμοποιούν επίσης, και διάτρητο σκάλισμα και στην κεφαλή κολλούσαν παλιότερα καθρεφτάκια ή άλλα επίπεδα διακοσμητικά αντικείμενα. Για το βάψιμο ισχύει ότι αναφέραμε στην αχλαδόσχημη λύρα.

Περισσότερα: TeamGr

: melwdos

Κοινοποίηση

Γράψτε το σχόλιο σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

four − three =